- κερατάριον
- κερατάριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερατάριον — κερατάριον, τὸ (Α) μικρή κεραία πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + υποκορ. κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. ζω άριον, κυν άριον] … Dictionary of Greek
κεραταρίων — κερατάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατάρια — κερατάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek